- δίλημμα
- Σύνθετος συλλογισμός που περιέχει δύο αντιθετικές προτάσεις· θέση αμηχανίας στην οποία βρίσκεται κανείς προκειμένου να επιλέξει μεταξύ δύο αποφάσεων· απορία που οδηγεί σε δύο αντίθετες απόψεις ή λύσεις· η δυσχέρεια επιλογής μεταξύ ενός ζεύγους συλλογισμών ή καταστάσεων (διπλό λήμμα) που συνδυάζει υποθετική και αντιλεγόμενη αιτιολογία.
Στη λογική, το δ. είναι ένα υποθετικό επιχείρημα που προσφέρει εναλλακτικές λύσεις, για καθεμία από τις οποίες, ωστόσο, υπάρχει αντίθετο ή αποτρεπτικό επιχείρημα.
Τα δ. διαιρούνται σε απλά και σύνθετα. Απλό είναι ένα δ. στην περίπτωση που για οποιαδήποτε εναλλακτική λύση προκύπτει το ίδιο συμπέρασμα, ενώ σύνθετο, όταν προκύπτει διαφορετικό συμπέρασμα. Επίσης, το δ. διαιρείται σε καταφατικό όταν προέρχεται από κατάφαση, και αποφατικό όταν προέρχεται από άρνηση.
Τα δ. ήταν προσφιλή στους αρχαίους Έλληνες ρήτορες και παραμένουν χρήσιμα και αποτελεσματικά σε μία συζήτηση. Αν και το δ. αποτελεί ένα κατασκεύασμα, συχνά είναι πολύ ισχυρό από λογική άποψη. Μπορεί κανείς να αποφύγει ένα δ. είτε κατασκευάζοντας ένα άλλο με αντιφατικό συμπέρασμα είτε δημιουργώντας άλλες προτάσεις, διαφορετικές από αυτές που προτείνει ο αντίπαλος. Στην πρώτη περίπτωση αντιστοιχεί το αρχαιοελληνικό δ.: Μια μητέρα θέλησε να αποτρέψει τον γιο της να ακολουθήσει πολιτική σταδιοδρομία χρησιμοποιώντας το εξής δ.: «Εάν λες την αλήθεια, θα σε μισήσουν οι άνθρωποι· εάν πάλι λες ψέματα, θα σε μισήσουν οι θεοί. Αναγκαστικά, όμως, θα λες ή αλήθεια ή ψέματα. Άρα, είτε οι άνθρωποι είτε οι θεοί θα σε μισήσουν». Ο γιος, για να αντικρούσει το δ. της μητέρας του, της απάντησε με ένα άλλο δ.: «Εάν λέω την αλήθεια θα με αγαπούν οι θεοί· εάν αποκρύπτω την αλήθεια θα με αγαπούν οι άνθρωποι. Αναγκαστικά, όμως, θα λέω ή θα αποκρύπτω την αλήθεια. Άρα είτε οι θεοί είτε οι άνθρωποι θα με αγαπήσουν».
Για τη δεύτερη περίπτωση ανατρέχουμε στο δ. του Ζήνωνα για την κίνηση του σώματος. Ένα σώμα δεν μπορεί να κινηθεί ούτε στον χώρο όπου βρίσκεται ούτε στον χώρο όπου δεν βρίσκεται. Μπορεί να κινηθεί όμως στον ενδιάμεσο χώρο, μεταξύ των δύο αυτών θέσεων. Διαφορετικά καταρρίπτεται η αρχή της συνέχειας του χώρου.
* * *το (AM δίλημμα, Α και διλήμματον)συλλογισμός με τον οποίο προτείνονται δύο προτάσεις, μία κατ' ανάγκην ορθή και μία κατ' ανάγκην εσφαλμένη, που καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμανεοελλ.1. δύσκολη περίπτωση κατά την οποία κάποιος βρίσκεται σε αμηχανία να διαλέξει ανάμεσα σε δύο δύσκολες ή επώδυνες λύσεις, οι οποίες ωστόσο είναι και οι μόνες δυνατές2. φρ. «τραγικό δίλημμα» — το δίλημμα, το αδιέξοδο στο οποίο συχνά βρίσκονται οι ήρωες τής τραγωδίας, οπότε από την επιλογή τού ενός ή τού άλλου σκέλους τού διλήμματος κρίνεται η ζωή τους, η τιμή τους ή και τα δύο μαζί3. φρ. «τεχνητό δίλημμα» — παραπλανητική παρουσίαση, συνήθως δημαγωγική, μιας κατάστασης, όπου επιχειρείται εξαναγκασμός επιλογής μεταξύ δύο λύσεων, οι οποίες στην πραγματικότητα δεν είναι οι μόνες δυνατές.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + λήμμα (λαμβάνω) «πρόταση, συλλογισμός»].
Dictionary of Greek. 2013.